Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ρακί, τό


Ερμηνεία:

 [η ρακή, το τσίπουρο ή τσικουδιά. Αλκοολούχο ποτό που είναι απόσταγμα στεμφύλων (τσίπουρων), που έχουν ζυμωθεί]



Ετυμολογία:

[ < Τουρκικά raki]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… Έβαλεν εις την πηγήν, δια να κρυολογήση, το παγούρι με το ρακί…[Άσπρη σαν το χιόνι]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: